επανόρθωση — η (AM ἐπανόρθωσις) [επανορθώνω] νεοελλ. 1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως 2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης 3. στον πληθ. οι επανορθώσεις οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και… … Dictionary of Greek
ἐπανορθώσῃ — ἐπανορθώσηι , ἐπανόρθωσις setting right fem dat sg (epic) ἐπανορθόω set up again aor subj mid 2nd sg ἐπανορθόω set up again aor subj act 3rd sg ἐπανορθόω set up again fut ind mid 2nd sg ἐπανορθόω set up again aor subj mid 2nd sg ἐπανορθόω set up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
επανορθωτικός — ή, ό (Α επανορθωτικός, ή, όν [επανορθώνω] 1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό ναυτ. σήμα για την επανόρθωση τής τάξεως, για τη διόρθωση τής πορείας … Dictionary of Greek
επανορθώσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. ιμος που δηλώνει δυνατότητα] … Dictionary of Greek
ικανοποίηση — η (Μ ἱκανοποίησις) [ικανοποιώ] νεοελλ. 1. επανόρθωση αδικίας, ζημιάς ή προσβολής που έγινε σε κάποιον 2. επανόρθωση αδικήματος με καταβολή χρηματικής αποζημίωσης από τον δράστη 3. δικαίωση, αναγνώριση κάποιου ο οποίος είχε κατακριθεί 4. χαρά,… … Dictionary of Greek
ρεπαρατίων — ονος, ή, Α επανόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. reparatio, ionis «επανόρθωση»] … Dictionary of Greek
επανορθωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συντελεί στην επανόρθωση, που γίνεται γι αυτή, που μπορεί να επανορθώσει κάτι, διορθωτικός: Επανορθωτικές φυλακές. 2. (ναυτ.), το ουδ. ως ουσ., επανορθωτικό σήμα για επανόρθωση της τάξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσασις — ἴσασις, ἡ (Μ) [ισάζω] επανόρθωση, σιάξιμο … Dictionary of Greek